- πασιφισμός
- ο(από λ. λατιν.), θεωρία που ζητά την κατάργηση του πολέμου, ειρηνοφιλία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πασιφισμός — (από το λατινικό pax, ειρήνη). Σύνολο πολιτικών θεωριών και κινημάτων που, πιστεύοντας ότι η σταθερή ειρήνη είναι σκοπός θεμελιώδους σημασίας για την ανθρωπότητα, επιδιώκουν τη θεωρητική επεξεργασία και την πρακτική εφαρμογή των μέσων που… … Dictionary of Greek
πασιφιστής — ο, θηλ. πασιφίστρια ο οπαδός τού πασιφισμού, ο ειρηνιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pacifiste < ρ. pacifier (βλ. λ. πασιφισμός)] … Dictionary of Greek
ειρηνισμός — ο 1. θεωρία που επιδιώκει τη διαρκή και μόνιμη ειρήνη στον κόσμο, ο πασιφισμός. 2. η κίνηση για εφαρμογή αυτής της θεωρίας (ιδίως μετά τον Α και το Β παγκόσμιο πόλεμο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)